- ανανταγώνιστος
- η , ο [ος , ον ]1) находящийся вне конкуренции; 2) непреодолимый, непреоборимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνανταγώνιστος — without a struggle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανταγώνιστος — η, ο (Α ἀνανταγώνιστος, ον) αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος αρχ. 1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα 2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος 3 … Dictionary of Greek
ἀνανταγωνίστως — ἀνανταγώνιστος without a struggle adverbial ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγώνιστον — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc sg ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγωνίστου — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγωνίστους — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγωνίστῳ — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγώνιστα — ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανταγώνιστοι — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀԱԿԱՌԱԿԱՄԱՐՏ — ( ) NBH 1 0177 Chronological Sequence: 6c ա. Որ չունի զհակառակամարտ, կամ զնախանձընդդէմ. եւ անհամեմատ. ἁνανταγώνιστος *Իմաստնոց այլոց, որք զառաքինութիւնսն անհակառակամարտ ընկալան. Փիլ. իմաստն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)